σοωναύτης

σοωναύτης
σοωναύτης
saver of sailors
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοωναύτης — ὁ, Α (για λιμένα) αυτός που σώζει τους ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τού ρ. σαῶ «σώζω» + ναύτης] …   Dictionary of Greek

  • σοωναύτην — σοωναύτης saver of sailors masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”